παθητος

παθητος
    παθητός
    πᾰθητός
    3
    1) подверженный изменениям, изменчивый
    

(π. καὴ τρεπτός Arst.)

    2) подверженный страстям
    

(θνητὸς καὴ π. Plut.)

    3) (много) выстрадавший, много перенесший
    

(π. ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος Men.) или обреченный на страдания NT.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "παθητος" в других словарях:

  • παθητός — παθητός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έπαθε, που υπέστη κάτι που υπέφερε 2. αυτός που υπόκειται σε πάθος, («τὸ θνητὸν και παθητὸν ἀποβαλόντας», Πλούτ.) 3. (για τον Ιησού Χριστό) ο προορισμένος να υποφέρει 4. αυτός που υπόκειται σε εξωτερικές επιδράσεις …   Dictionary of Greek

  • παθητός — one who has suffered masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητά — παθητός one who has suffered neut nom/voc/acc pl παθητά̱ , παθητός one who has suffered fem nom/voc/acc dual παθητά̱ , παθητός one who has suffered fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητῶν — παθητός one who has suffered fem gen pl παθητός one who has suffered masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητόν — παθητός one who has suffered masc acc sg παθητός one who has suffered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθηταῖς — παθητός one who has suffered fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθηταί — παθητός one who has suffered fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητοῖς — παθητός one who has suffered masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητοί — παθητός one who has suffered masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητοῦ — παθητός one who has suffered masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθητούς — παθητός one who has suffered masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»